-
1 μενος
- εος τό1) сила, мощь(μ. καὴ γυῖα, μ. τε καὴ ἀλκή Hom.)
2) стремительность, неукротимость, ярость(λέοντος, ἵππων, ἔγχεος, ποταμῶν Hom.; πυρός Aesch.; χειμῶνος Eur.)
χαλινῶν μ. Aesch. — крепкая узда3) гнев, злоба, бешенство(Ἄρηος Hom.; ὀργῆς καὴ μένους ἐμπλήμενος Arph.)
μένεα πνείοντες Hom. — исполненные боевого духа;μ. καὴ θάρσος Hom. — неукротимая отвага4) жизненная сила, жизньψυχή τε μ. τε Hom. — жизненные силы, жизнь
5) кровь ( как источник силы и гнева)(μέλαν μ. Soph.)
αἱματηρὸν μ. Aesch. — струя крови6) намерения, мысль: , τῶν μ. αἰὲν ἀτάσθαλον Hom. троянцы, чьи замыслы всегда преступны; ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Hom. разрушитель моих замыслов7) описательно в знач. душа, суть, сущность не переводитсяμ. Ἕκτορος Hom. = Ἕκτωρ;
μένεα ἀνδρῶν Hom. = ἄνδρες;αἰθέριον μ. Emped. = αἰθήρ -
2 αποπνεω
эп. ἀποπνείω1) выдыхать, извергать(πυρὸς μένος Hom.)
ἀ. δυσμένειαν Plut. — дышать злобой;ἀ. Batr. и ἀ. θυμόν Hom. — испускать дух, умирать2) испускать, выделять(ὀδμήν Hom.)
3) произносить(ἔπος στόματος Pind.)
4) раздувать(φῶς ἀποπνεῖται Plut.)
5) дуть, веять(ἀπὸ θερμῶν χωρεων Her.; πνεῦμα κατὰ μικρὸν ἀποπνέον Arst.)
6) задувать, гасить(χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν Pind.)
-
3 οποσος
эп. тж. ὁππόσος и ὁπόσσος, ион. ὁκόσος 31) сколь многочисленный(κτήματα, ὁπόσσα τοί ἐστι Hom.)
τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον Plat. — столько, сколько тебе угодно;ἤγαγον ὁπόσους ἐγὼ πλείστους ἐδυνάμην Xen. — я привел стольких, сколько только мог;εἴ τίς σε ἔροιτο, τὰ τρὴς ἑπτακόσια ὁ. ἐστὴν ἀριθμός Plat. — если бы кто-л. тебя спросил, сколько будет трижды семьсот;ὁπόσοι ἱκανοὴ ἦσαν Xen. — (столько), сколько нужно было2) сколь большой, насколько обширныйὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος Hom. — все, что охвачено огнем;
-
4 σβεννυμι
и (только praes.) σβεννύω (эп. fut. σβέσσω, aor. ἔσβεσα - эп. ἔσβεσσα, inf. aor. σβέσσαι; aor. 2 ἔσβην в знач. pass.)1) тушить, гасить(τὸ καιόμενον Her.; δύναμιν πυρός NT.)
; pass. гаснуть, тухнуть(οὐδέ ποτε ἔσβη πῦρ Hom.; αἱ λαμπάδες σβέννυνται NT.)
2) перен. погашать, возмещать(φόνῳ φόνον Soph.)
3) успокаивать, умерять, унимать, смирять, обуздывать, сдерживать(μένος ἀνθρώπων Hom.; ὕβριν Her.; ἐπιρροήν Plat.; τέν θερμότητα Arst.)
τὸ θαρσαλέον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plut. — отнятая старостью отвага;pass. — утихать (ἔσβη οὖρος Hom.)4) подавлять, уничтожать(Ἑλλάδα φωνήν Anth.)
5) иссушатьἡ Μηδικέ πόα σβέννυσι τὸ γάλα Arst. — от мидийской травы (у коров) пропадает молоко;
σβέννυντο πηγαί Anth. — источники иссякли;αἶγες σβεννύμεναι Hes. — козы, не дающие молока6) приправлять, сдабривать(ἡδύσμασι μυρίοις τὸν φόνον Plut.)
См. также в других словарях:
CHIMAERA — I. CHIMAERA mcns Lyciae ignivomus, in cuius cacumine leones habitant: in medio autem, ubi pacuis abundat, caprae; in radicibus autem serpentes. Hinc factus fabulae locus, Chimaeram monstrum esse, quod flammas evomat, caput et pectus leonis habens … Hofmann J. Lexicon universale
αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… … Dictionary of Greek
επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… … Dictionary of Greek
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek